φυσιολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει τη φύση, που του αρέσει η φυσική ζωή, η διαμονή στο ύπαιθρο, οι εκδρομές κτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσιολατρία — και φυσιολατρεία, η, Ν αγάπη για τη φύση, για τη ζωή μέσα στη φύση, στο ύπαιθρο, για τη ζωή σύμφωνα με τη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολάτρης. Ο παλαιότ. τ. φυσιολατρεία (< φυσιο [βλ. λ. φύση] + λατρεία) μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
ξενώνας νεότητας — Κέντρο διανυκτέρευσης και ανάπαυσης για νέους με διαφορετική προέλευση, φυλή και εθνικότητα, οι οποίοι ταξιδεύουν για αναψυχή, μελέτη ή για αθλητικούς σκοπούς. Ο ξενώνας βρίσκεται υπό την επίβλεψη μιας οικογένειας και είναι οργανωμένος κατά τον… … Dictionary of Greek
Φωτιάδης, Αλέκος — (Σμύρνη 1870 – Αθήνα 1943). Ποιητής του ελληνισμού της Ιωνίας που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Έργα του: Ανοιχτά μυστικά (1909) και Μύθοι (1938), μετάφραση της τραγωδίας Ιφιγένεια η εν Αυλίδι του Ευριπίδη κ.ά. Τα… … Dictionary of Greek